ζύγιση

ζύγιση
η
ζύγισμα: Χρειάστηκαν πολλές προσεχτικές ζυγίσεις, για να βρεθεί με ακρίβεια το βάρος αυτού του νομίσματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζύγιση — η [ζυγίζω] βλ. ζύγισμα …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • ζυγιστής — ο 1. αυτός που ζυγίζει, που κάνει τη ζύγιση. 2. αυτός που έχει τη ζύγιση ως επάγγελμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρεφοζυγός — ο ζυγαριά για ζύγιση βρεφών …   Dictionary of Greek

  • γεφυροπλάστιγγα — η μεγάλη πλάστιγγα που χρησιμοποιείται για τη γρήγορη ζύγιση τού φορτίου μεγάλων οχημάτων …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • ζυγιστής — και ζυγιαστής, ο [ζυγίζω] 1. αυτός που ζυγίζει 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα (ως υπηρεσία) τη ζύγιση και γενικά τον έλεγχο τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται στο τελωνείο …   Dictionary of Greek

  • ζυγιστικά — τα [ζυγιστής] τα τέλη που καταβάλλονται για τη ζύγιση, η αμοιβή τού ζυγιστή …   Dictionary of Greek

  • ζυγοκρούστης — ζυγοκρούστης, ὁ (Α) αυτός που εξαπατά κατά τη ζύγιση είτε χρησιμοποιώντας ψεύτικα σταθμά είτε με κρυφή κρούση, δηλ. ώθηση τού ζυγοβραχίονα με το δάκτυλο είτε με άλλο χειρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνο κρούστης,… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοστάθμιση — Εργασία που πραγματοποιείται πάνω σε περιστρεφόμενους άξονες προς αποφυγή της καταπόνησης του άξονα από τη φυγόκεντρο δύναμη. Η καταπόνηση προέρχεται από τη διαταραχή της ισορροπίας του βάρους του περιστρεφόμενου σώματος ως προς τον άξονα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”